Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Η τελευταία πτήση

Δεν ήθελε μια ιπτάμενη μητέρα να τον κρατάει στα φτερά της. Σκεφτόταν τους κυνηγούς που φοβούνται τα πουλιά, όταν τα σημαδεύουν με την κάννη  της καραμπίνας τους κάτω από τις βρόμικες τραγιάσκες, μα εκείνου τα ύψη του έκαναν καλό. Ας τον πονούσαν οι γλώσσες των αχτίδων. Όλες οι μικρές σκέψεις του, γεννιόνταν στα πιο απρόοπτα σημεία,  όταν η ζέστη φούσκωνε τον ουρανό κι εκατοντάδες ήλιοι περαστικοί του μιλούσαν για ζητήματα που δεν τον αφορούσαν, μια ώρα τουλάχιστον πριν γυρίσει στο σπίτι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, βγάζοντας τα φτερά του κι αφήνοντάς τα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.
  Μετά βιαστικά έσπευδε να φιλήσει τη μητέρα, πριν εκείνη ακόμη του πει, άργησες Ίκαρε και τα φτερά λιωμένα αφήνουν ακάλυπτες τις πλάτες σου και το μέλλον σου σε  χρόνο σώματος παρατατικό, σε τσιμπάει να ξυπνήσεις πριν αναληφθείς, αλλά εσύ πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα, στη χώρα όπου τα δάκρυα υπονοούνται, δε βλέπεις την ώρα και τη στιγμή.



Ο πίνακας είναι του Δημήτρη Αναστασίου, Βρίγη συγκίνησης- φλαμανδικό όνειρο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου