Πέμπτη 28 Απριλίου 2016


Γράφει η Ράνια Μπουμπουρή




Η παρούσα συλλογή 12 διηγημάτων είναι το τέταρτο λογοτεχνικό έργο της εκπαιδευτικού Λίνας Φυτιλή (γενν. 1974, Λάρισα). Προηγήθηκε η νουβέλα Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας(Καστανιώτης, 1997), το μυθιστόρημα Τώρα είναι αργά (Απόπειρα, 2011) και η ποιητική συλλογήΜυθική μέρα (Ενδυμίων, 2014).
Κάθε διήγημα της εν λόγω συλλογής αποτελεί έναν διαφορετικό, οικείο όμως κόσμο. Όλες οι ιστορίες, εκτός από τον «Αράπη», διαδραματίζονται στο σήμερα ή ανάμεσα στο σήμερα και το χθες, με τη συγγραφέα να μπαινοβγαίνει με άνεση στη γυναικεία και την ανδρική ψυχολογία, αφού στις μισές ιστορίες ο κύριος χαρακτήρας ανήκει στο ανδρικό φύλο –αγόρι, νέος ή άντρας– και στις υπόλοιπες στο γυναικείο –κορίτσι, κοπέλα ή γυναίκα–, άνεση που παρατηρείται και στα διαφορετικά ηλικιακά τους γνωρίσματα.
Το πρώτο διήγημα, «Τα σεντονάκια», μια γλυκόπικρη ιστορία θερινής ανεμελιάς που εξελίσσεται σε θλίψη αποχωρισμού, μας εισάγει στο ύφος που χαρακτηρίζει εν γένει τη συλλογή· ύφος νοσταλγικό αλλά στέρεο, οικείες εναλλασσόμενες εικόνες, που συνήθως κλιμακώνονται επιφυλάσσοντας μια έκπληξη για το τέλος της ιστορίας, γνώριμοι ήχοι που σβήνουν με τρόπο απροσδόκητο, καθώς: «Στα όνειρα, όλα επιτρέπονται. Είχαμε κι εμείς όνειρα κάποτε, τραγούδια που αγαπούσαμε και τα ψιθυρίζαμε κλεφτά. Επιθυμίες, που τις κατάπιαν οι εποχές» («Ο Αράπης», σελ.28).
Ιστορίες διαχρονικής αγάπης μπλέκονται με ιστορίες διαχρονικής, πολυεπίπεδης προδοσίας, ιστορίες ανοιχτές σε ερμηνείες, που κορυφώνονται σ’ ένα εξίσου ανοιχτό ερμηνευτικά τέλος: «Ελευθερία και έρωτας. Δεν είναι εύκολο να συνυπάρξουν», λέει αυτή. «Εμείς βρήκαμε έναν τρόπο», λέει αυτός (σελ.35). Αξιοσημείωτη θεματική ποικιλία, καθώς το ενδιαφέρον της συγγραφέως εστιάζεται και στην ψυχολογία του νεαρού μετανάστη, στην ανάγκη του νέου ανθρώπου να νιώσει αποδεκτός, στην έννοια της πατρίδας, που ίσως για κάποιους να είναι εξίσου ρευστή με την επιφάνεια μιας λίμνης («Μια πατρίδα για τον Σεργκέι»).
Κοινός άξονας σε κάποιες ιστορίες είναι το άρπαγμα από τις αναμνήσεις του παρελθόντος για την αντιμετώπιση του σκληρού παρόντος («Τα πράγματα που μας συντροφεύουν», «Το δίχτυ της μνήμης»). Σε κάθε περίπτωση, οι χαρακτήρες προσεγγίζονται από άλλη σκοπιά και τα διηγήματα δομούνται με διαφορετικό τρόπο, ωστόσο έντεχνα παρουσιάζονται οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην καθημερινότητα ανθρώπων πάνω στην ακμή τους, που έχουν ζήσει και νοσταλγούν μιαν αλλιώτικη ζωή.
Στο διήγημα «Η πισίνα» παρατηρείται ύφος πιο αποσπασματικό, και πάλι όμως η εποχική δουλειά, ο εποχικός έρωτας και ο εποχικός πόθος κλιμακώνονται σε μια κατάσταση ζοφερή, που ασφαλώς και δεν είναι εποχική, έρχεται όμως αμέσως μετά η ιστορία «Μια Δευτέρα γεμάτη άνοιξη» για να προσφέρει στον αναγνώστη τη δροσιά και την αισιοδοξία της άνοιξης. Το «Παράξενο καλοκαίρι», που δανείζει τον τίτλο του σε όλο το έργο, είναι πράγματι το πιο παράξενο διήγημα της συλλογής. Και πάλι, έχουμε μια ιστορία ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες – από την πιο αθώα, εφηβική, αν και παραληρηματική, εκδοχή, έως τη μεταφυσική προσέγγιση ενός υπεραισθητού κόσμου.
Η Λίνα Φυτιλή, κατέχοντας τα μυστικά της μικρής φόρμας, παρουσιάζει δώδεκα καλοδομημένα διηγήματα διαφορετικών καταστάσεων και χαρακτήρων, τα οποία, είτε συνδέονται εσωτερικά μεταξύ τους είτε όχι, αποτελούν ένα αρμονικό σύνολο, στον κόσμο του οποίου αξίζει να περιηγηθεί κανείς.  

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Τετάρτη, 20 Απριλίου 2016


Εστιάζοντας στο "ήσσον"



Ο συγγραφέας και φιλόλογος Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γράφει για το Παράξενο Καλοκαίρι.



Παράξενο Καλοκαίρι,
Λίνα Φυτιλή, εκδ. Εστία, Αθήνα 2016, σελ. 132

Αριθμώ τα μέρη του βιβλίου: δώδεκα στο σύνολο διηγήματα ενταγμένα σε ενιαία συλλογή υπό τον αδέξιο – κατά την αντίληψή μου – τίτλο του ενός και όχι πιο χαρακτηριστικού διηγήματος και υπό τη μορφή μιας αρκετά καλαίσθητης από όλες τις απόψεις – αν μου επιτρέπεται το σχόλιο – έκδοσης. Ο λόγος για τη νέα συλλογή της Λίνας Φυτιλή, «Παράξενο Καλοκαίρι», τρίτο στη σειρά πεζογραφικό έργο της ύστερα από το μυθιστόρημα «Τώρα είναι αργά» (εκδ. Απόπειρα, 2011) και τη νουβέλα «Οι νύχτες της άχρωμης Κιμωλίας (εκδ. Καστανιώτης, 1997).
Αν υπάρχει κάτι ενιαίο στην πολυθεματική εστίαση της συγγραφέα, έχει να κάνει με την εμμονή της στο ήσσον: η ανθρώπινη απουσία περιγράφεται σαν άδειο σεντόνι, η απώλεια της παιδικής αθωότητας σκιαγραφείται σαν σαλεμένος σκύλος, οι πληγές του παρελθόντος γίνονται τηλεφωνικές σιωπές, η βία της ανεργίας αποδίδεται με τη μορφή άδειου βλέμματος και η αποκοπή από το παρελθόν εξιστορείται μέσα από την πώληση της πατρικής οικίας. Με αυτό τον τρόπο, η συγγραφέας χωρίς να υποτιμά το γενικό περίγραμμα του μείζονος καταφέρνει να αποδίδει πιο πυκνούς και πολλαπλασιασμένους τους κραδασμούς του, κλείνοντάς τους σε ό,τι φαινομενικά μοιάζει να είναι ήσσονος σημασίας.
Μια παράλληλη κίνηση που παρατηρώ είναι η ανεπαίσθητη μετακίνηση από ό,τι παρουσιάζεται σαν κεντρικό θέμα σε κάτι άλλο, με την εξής διαδικασία: υπάρχει ένας βασικός θεματικός άξονας που ξετυλίγεται. η αφήγηση τον απλώνει για να εμβαθύνει εντός του. με την τεχνική της προσήμανσης αναδεικνύεται μία από τις πτυχές του. στο τέλος τούτη η πτυχή εδραιώνεται. Έτσι, το θέμα στο «Σπίτι» μετατοπίζεται από την πώληση του πατρικού στην αδελφή, το θέμα στην «Παρείσακτη» μετατοπίζεται από το ζευγάρι των ηλικιωμένων στον απρόσκλητο ωτακουστή, το θέμα στα «Πράγματα που μας συντροφεύουν» μετατοπίζεται από τον άστεγο στις χειρονομίες αλληλεγγύης. Η απόσταση που εξασφαλίζεται μέσα από αυτήν ακριβώς τη μετακίνηση διευκολύνει τη συγγραφέα να ανιχνεύσει, να αφουγκραστεί και να ψηλαφίσει πιο αβίαστα, πιο στοχαστικά και το αρχικό θέμα και τις επιμέρους παραφυάδες του, ώστε το συνολικό αποτέλεσμα να φέρει το στοιχείο της ολοκλήρωσης.
Ένα τρίτο γνώρισμα αφορά τα αφηγηματικά και γλωσσικά μέσα. Δίχως να υποτιμώνται η  αφήγηση και η γλώσσα φαίνεται να παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στη γραφή της Φυτιλή, που θέτει σε προτεραιότητα το καθαυτό υλικό της αφήγησης. Μπορεί ο ίδιος – αν έχει κάποια σημασία αυτό – να διαφωνώ με τούτη την αισθητική επιλογή αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορώ παρά να επισημάνω ένα πειστήριο ωριμότητας: ότι δηλαδή στην περίπτωση της Φυτιλή η τέτοιου είδους χρήση της αφήγησης και της γλώσσας αποβαίνει προς όφελος του συνολικού αποτελέσματος, αφού υπηρετεί με συνέπεια τον σκοπό της συγγραφέα προβάλλοντας το συμβάν, την ιδέα, τη μνήμη, δίχως να τα αποσκεπάζει με εκφραστικές πιρουέτες και αφηγηματικούς πειραματισμούς.
Από την άλλη, εδώ αναγνωρίζω τη βασική αδυναμία της συλλογής. Αναφέρομαι στην αίσθηση συμβατικότητας που αποπνέει η αφήγηση, τον διεκπεραιωτικό χαρακτήρα που έχει η γλώσσα σε κάποια σημεία (κυρίως στα διαλογικά μέρη), την πλαδαρότητα στην πλοκή και τα αφηγηματικά κλισέ που απαντώνται σε ορισμένα διηγήματα.

Παρ’ όλα αυτά, είμαι κατηγορητικός στην τελική μου θέση: το «Παράξενο Καλοκαίρι» είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα αναγνωστική πρόταση γι’ αυτό το έτσι και αλλιώς παράξενο – από πολλές απόψεις – καλοκαίρι που έρχεται. Προς επίρρωση επικαλούμαι τα «Σεντονάκια», τον «Αράπη», τα «Σύρματα σιωπής», την «Πισίνα», το «Σπίτι» και κυρίως «Το βλέμμα».
ARTINEWS.GR